- τετραγωνοπρόσωπος
- τετρᾰγωνο-πρόσωπος, ον,A square-faced, of certain animals, Hdt.4.109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραγωνοπρόσωπος — ον, Α (για τις ενυδρίδες, τους κάστορες κ.ά. ζώα) αυτός τού οποίου το πρόσωπο έχει σχήμα τετραγώνου («ἐνύδριες... καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. στρογγυλο… … Dictionary of Greek
τετραγωνοπρόσωπα — τετραγωνοπρόσωπος square faced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)